Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τὴν αὐγήν

См. также в других словарях:

  • βασκανία — Η επιβλαβής επήρεια που μπορούν να ασκήσουν ορισμένα άτομα πάνω σε άλλα, είτε με το βλέμμα τους είτε με παράδοξο μορφασμό του προσώπου τους. Η πίστη στη β. είναι πανάρχαια και τη συναντούμε όχι μόνο σε πρωτόγονους λαούς αλλά και σε λαούς με… …   Dictionary of Greek

  • νάρθηκας — Η μεγάλη στοά στη δυτική πλευρά του χριστιανικού ναού, που εκτείνεται σε ολόκληρο το πλάτος του. Στον ανατολικό τοίχο του ν. υπάρχουν οι τρεις μεγάλες βασιλικές πύλες του ναού, ενώ η δυτική πλευρά του παραμένει συνήθως ανοιχτή. Σε μερικές… …   Dictionary of Greek

  • Γελέοντες — Η πρώτη από τις τέσσερις φυλές στις οποίες υποδιαιρούνταν οι Ίωνες. Στην Αθήνα, η φυλή αυτή περιλάμβανε, όπως και οι τρεις άλλες, τρεις φατρίες και καθεμία από αυτές τριάντα γένη. Κατά τον Στράβωνα, οι Γ. ήταν οι λαμπροί, οι άρχοντες ή τα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»